προβοκατορικός

προβοκατορικός
-ή, -ό και προβοκατόρικος, -η, -ο, Ν [προβοκάτορας]
αυτός που ταιριάζει σε προβοκάτορα ή αυτός που γίνεται από προβοκάτορα (α. «προβοκατορική συμπεριφορά» β. «προβοκατορική ενέργεια»).
επίρρ...
προβοκατορικά και προβοκατόρικα Ν
με προβοκατορικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”